λέβητ'

λέβητ'
λέβητα , λέβης
kettle
masc acc sg
λέβητι , λέβης
kettle
masc dat sg
λέβητε , λέβης
kettle
masc nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εφίημι — (Α ἐφίημι και ιων. τύπος ἐπίημι) νεοελλ. (μόνο το μέσ.) εφίεμαι επιθυμώ θέλω, ποθώ, κατέχομαι από επιθυμία μσν. αρχ. μέσ. ἐφίεμαι αποβλέπω σε κάτι αρχ. 1. στέλνω σε κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω, παρορμώ σε κάτι 3. (για πράγματα και ειδ. για το… …   Dictionary of Greek

  • καθόρμιον — και στον Ησύχ. κάθορμον, τὸ (Α), όρμος*, περιδέραιο («παρετίθετο τὰ ἐνώτια αὐτῆς, καὶ τὰ καθόρμια αὐτῆς», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὅρμ ιον (< ὅρμος (II) «περιδέραιο» + υποκορ. κατάλ. ιον), πρβλ. ἱμάντ ιον, λεβήτ ιον] …   Dictionary of Greek

  • κελητίζω — (ΑΜ) μσν. (κυρίως σχετικά με ποταμό) πλέω, διαπλέω με ταχύτητα αρχ. 1. ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, κάνω ιππασία 2. (με αισχρή σημ.) συνουσιάζομαι, καβαλικεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλης, ητος + κατάλ. ίζω (πρβλ. γονατ ίζω, λεβητ ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ναματάριον — ναματάριον, τὸ (Μ) λεκάνη στην οποία έπλεναν τα χέρια, το χειρόνιπτρον. [ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶμα, ατος + κατάλ. άριο(ν), πρβλ. λεβητ άριον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”